Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ

 Καταχώρησε την ταπείνωση στο παθητικό

στο ενεργητικό την ελπίδα κι έτσι ισοσκέλισε τον απολογισμό

Προχώρησε στο δρόμο συλλαβίζοντας στίχους από το παιδικό αναγνωσματάριο

κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και τη νικήτρια στήλη του προ – πο

Πάμφωτη νύχτα πρόσωπα θαμπά σχεδιάσματα του χρόνου που σαρκάζει πίσω από φώτα υγρά και γιορτινές προθήκες

Λησμόνησε το δάκρυ της Μαρίας  

Έγινε προγραμματιστής υδρολόγος αναλυτής στατιστικών ερευνητής της κοινής γνώμης ειδικός στη μόλυνση του περιβάλλοντος

Τακτοποίησε το αρχείο του – επιγραφές ακατάληπτα σύμβολα – σκόροι και σκόνη μπλεγμένες συλλαβές

 ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ το ματωμένο πρόσωπο στο βυθό

Ξεκρέμασε τα παλιοκαιρινά πολύφωτα πέταξε τις βαριές κουρτίνες και τους ίσκιους έφερε τον ήλιο στην κάμαρα σε μια  reproduction του Βαν Γκογκ

αγόρασε το ζέφυρο του Σαρωνικού σε κονσέρβα σπρέι

απολύμανε γωνίες και παλάμες κάδρα και βλέφαρα –

κοιτούσε το βουνό κάποτε με τα κυπαρίσσια

τώρα με τις εγκαταστάσεις του ραντάρ

Να σωπαίνεις  είναι μια τέχνη της υπομονής

να περπατάς πάντα στο ίδιο πεζοδρόμιο

σαν βρέχει να κρατάς ομπρέλα σαν δε βρέχει να μην κρατάς ομπρέλα

να υψώνεσαι μέχρι τον έκτο όροφο ν’ ακολουθείς το καθιερωμένο δρομολόγιο

ν’ αποφεύγεις τις άσκοπες μετακινήσεις τις ύποπτες ανακινήσεις τις παρακάμψεις και τις παρεκκλίσεις

είναι μια τέχνη της υπομονής…

 

Άλλοι προτιμούσαν τις συναντήσεις κάθε Τετάρτη

άλλοι τις εκδρομές    άλλοι τις μελέτες

άλλοι την ενδοσκόπηση κι αυτοκριτική –

κάποιοι μίλησαν για σποραδικά τολμήματα και ηρώων μιμήσεις

Παρουσιάστηκαν δυσχέρειες στην εκτέλεση

Μείναμε να κοιτάμε τα κατάρτια στο Μακρολίμανο ρουφώντας οξυγόνο και δροσερά θαλασσινά

 

να σωπαίνεις    ανακαλώντας το βλέμμα σου που παρασύρεται

φιμώνοντας τις σκέψεις σου που απειθαρχούν

αποφεύγοντας να μελετάς παλιές φωτογραφίες

να περπατάς σε δρόμους ερημικούς

να περιστρέφεις το κεφάλι σου δίχως λόγο

να μονολογείς καθ’ οδόν

περισσότερο ρεαλιστής    σκεπτικιστής    εθνικιστής

περισσότερο ποτισμένος στα νάματα

περισσότερο δοσμένος    περισσότερο ανεπιφύλακτος

 

να σωπαίνεις    Είναι μια τέχνη της υπομονής

 

Βάδιζε μέσα στα λιωμένα φώτα

τις φωτεινές επιγραφές   τα σχήματα

που πλάταιναν ή στένευαν όπως τα πράγματα   στο φακό

Βάδιζε με αλλαγμένο πρόσωπο προσποιούμενος τον ανύποπτο περιπατητή

προσέχοντας τις διασταυρώσεις και τα ξένα βλέμματα

κρύβοντας τα σημάδια της ενοχής του

ανεμίζοντας    ένα πικρό χαμόγελο κάτω απ’ τη στέγη του αιώνα

Δεν θα με βρουν τα ποτάμια μονολογούσε

δε θα με δουν τα πουλιά δε θα μ’ αναγνωρίσουν οι φίλοι

κανείς δεν θα με δει τέλεια κρυμμένο

πίσω απ’ τα φώτα μέσα στα φώτα

πίσω απ’ το πρόσωπό του άλλου μέσα στο πρόσωπο του άλλου

γίνομαι άλλος    δεν είμαι άλλος

άφαντος    απροσδιόριστος    ανυπόστατος

ίσκιος στον ίσκιο που συνθλίβεται

με τον καταιγισμό των προβολέων.

[ΠΑΙΧΝΙΔΙ με ΦΩΤΑ και ΠΡΟΣΩΠΑ ή Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ 1982 κι άλλα αποσπάσματα  απ’ αυτή τη συλλογή  από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011:

ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ή Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ,

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ή ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ και

ΕΜΙΓΚΡΑΤΣΙΑ, Λοιπόν μπορούμε μ’ ένα χέρι   μισό χέρι   δίχως χέρι   μόνο με την κραυγή τη σφηνωμένη   την τσακισμένη περηφάνεια   το εμβατήριο των βουβών ματιών   το χείμαρρο μιας άλλης ραψωδίας… Μπορούμε;

 

 


ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ή Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ 1982)

Συγκεντρώνεις την προσοχή σου στο σημείο τομής

προσαρμόζεις τον προβολέα

αποφεύγεις να κοιτάξεις τις άσπρες μάσκες

ή να μαντεύεις το βλέμμα κάτω απ’ το σεντόνι

Πειθαρχείς τις αντιδράσεις σου στην πορεία του σφυγμοδείκτη

κρατάς τον ασφαλιστικό μοχλό   μετράς

χωρίς φωνή τα δέκατα του δευτερολέπτου

Σύρεις τον εμβολέα   διπλασιάζεις

την ένταση του ρεύματος

διακόπτεις

αποσαρκώνεις το αντικείμενο   εναποθέτεις

το νυστέρι   τα ψαλίδι τη σφυρίχτρα

Φοράς την τήβεννο κι εισέρχεσαι στην αίθουσα

………………………………………..

Οι άλλοι προχωρούν αργά

ακολουθώντας στην ομίχλη μια νεκροφόρα

κλαίγοντας κάτω από σημαίες

Οι άλλοι χάνονται στα δάση

κρύβονται στα φυλλώματα στα στρώματα

στ’ αρχεία   στ’ ανθακωρυχεία

βουλιάζουν στου ορίζοντες του Κουάν Τριν

στις αμμουδιές της Κόστα Μπράβα

συνέρχονται

συνομιλούν συγκλίνουν διαιωνίζονται

ναυαγούν αποσύρονται συνταξιοδοτούνται

 

οι άλλοι

 

κάποτε γράφοντας τραγούδια

στην αγαπητικιά της πρώιμης νιότης

κάποτε σκαρφαλώνοντας στο Έβερεστ

για να συναπαντήσουν το Χιονάνθρωπο

κάποτε ελπίζοντας στην ύπαρξη ζωής

σ’ έναν απ’ τους πλανήτες του συστήματος

κάποτε ψάχνοντας μ’ ένα χλωμό κερί

στα μέσα τους σκοτεινιασμένα αμπάρια

 

οι άλλοι

 

ο πατέρας   ο αδελφός   ο γείτονας

ο παιδικός μας φίλος που δε μεγάλωσε

ο συνεταίρος   ο συνάδελφος

ο συμπολεμιστής  ο συνταξιδιώτης

ο εκλιπών   η απαρηγόρητη σύζυγος

οι περίλυποι συγγενείς…

 

Ο άλλος

 

ένα θραύσμα του εαυτού σου

…………………………

Ύστερα σε δέχεται ο κύριος με τα γυάλινα μάτια

τις αυστηρά προμελετημένες χειρονομίες

του ειδικού μήκους και πλάτους χαμόγελο

ενημερωμένος ήδη   προετοιμασμένος

δοκιμασμένος στη μηχανή

απονευρωμένος

αποφλοιωμένος

μονταρισμένος  βάσει των πορισμάτων της επιστήμης

συστελλόμενος ή διαστελλόμενος κατά τις εντολές του εγκεφαλοσκόπου

πότε σε σχήμα καμπύλης   πότε σε σχήμα ζικ-ζακ

πότε γιγάντιος σαν το Εμπάιρ – Σταίητ

πότε αδιόρατος δια γυμνού οφθαλμού

μια μνήμη μελανιάς κηλίδας

πάνω στο κάτασπρο μάρμαρο

 

         … ανοίγουν

γυμνασμένες γυάλινες θύρες κυλιόμενες

σκάλες προσφέρουν τις ράχες τους   τα γκρουμ

προσέρχονται γονυκλινή    οι Γραμματείς επικύπτουν

οι ιδιαίτεροι καραδοκούν χαμογελώντας

οι εχθροί ελλοχεύουν στο βυθό τους

τ’ αγάλματα ποδοκροτούν

οι παπαγάλοι αποστηθίζουν θούρια

οι αίθουσες πλαταίνουν σαν λιβάδια

καθώς εσύ μοιραία συρρικνώνεσαι

συστέλλεσαι   συμπτύσσεσαι   τήκεσαι

χάνεσαι μες τη μελανιά κηλίδα

του εν αμαρτιαις προκατόχου σου…

 

(Στο μεταξύ ο αιώνας μας φουσκώνει

τα ποτάμια φουσκώνουν   τα ταμεία

τα πορτοφόλια   τα στομάχια   οι οφειλέτες

οι σύλλογοι παλαιών πολεμιστών

οι μετανάστες   οι άνεργοι   οι τραμπούκοι

οι αναρχικοί   οι απόβλητοι   οι σωτήρες

 

στο μεταξύ ο αιώνας συντελείται)

 

Οι άλλοι

πάντοτε μέσα από το φέρετρο

πάντοτε κάτω από σημαίες

πάντοτε δίπλα στα ποτάμια

πάντοτε δίπλα στην ομίχλη

 

οι άλλοι

 

ένα μεγάλο ερωτηματικό

 

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ή ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ

……………………………………………….

Τώρα κυλώ στις σιδηρογραμμές

διανύοντας δοσμένες αποστάσεις

Δεν περιφέρομαι δεν παλινδρομώ

δεν τέμνω την κάθετο δεν περιστρέφω το πρίσμα

δεν διατρυπώ τους φλοιούς

δεν υποσκάπτω τους ύπνους

δεν περιεργάζομαι τις σχισμές

δεν παράγω φωτεινές αποχρώσεις

Το πιο σπουδαίο δεν πονώ το πιο σπουδαίο

δε θέλω να πονώ κι ούτε θέλω

να θέλω

και δεν αγγίζω και δεν υποθέτω   - μόνο

θέτω υπό

και δεν ίσταμαι κι ούτε ανθίσταμαι  - μόνο

υφίσταμαι

και δεν εγκαλώ και δεν τίπτω – μόνο κύπτω

και δεν

κλείνοντας όλα τα παράθυρα – δεν

επικαλύπτοντας τα ξέσματα – δεν

σχίζοντας άκληρες διαθήκες – δεν

μες στους ορίζοντες που αρνούνται που δεν υπάρχουν

μες στους ορίζοντες του δεν   γίνομαι δεν

είμαι το ίδιο πρόσωπο του δεν

η έκφρασή του    η σάρκα του   η φωνή του

η δύναμη της εξουσίας του

εγώ ένα δεν με πόδια και κεφάλι

σκουλήκι μες το μαξιλάρι του ύπνου του

έρποντας στο θολό βυθό σας

λείχοντας τον υμένα του εγκεφάλου σας

όλο και πιο βαθιά εισχωρώντας   πιο βαθιά

διανοίγοντας τις σήραγγές μου δεν υπάρχω

παρά μονάχα σαν βοή της ανυπαρξίας σας

 

το δεν

 

που ανοίγεται μαύρος γκρεμός στα πόδια σας

που απλώνεται μαύρο σκοτάδι στο σκοτάδι σας

μέχρι να κλείσουν τα βιβλία ταμείου

να καταμετρηθούν οι μετοχές

να εκδοθούν οι ομολογίες πίστεως

να οικοπεδοποιηθούν οι εγγύς πλανήτες

να κοστολογηθούν οι τόνοι του αίματος

να συνταχθούν τα καταστατικά

να επιδειχθούν τα εαρινά μοντέλα

να συγκληθούν οι προσεχείς συσκέψεις

 

ή μέχρι να γογγύξει το σανίδωμα

μέχρι να τρίξουν τα παλιά δοκάρια

ή μέχρι να παραφρονήσουν οι αριθμοί

ή μέχρι να φουσκώσουν οι άδειες φλέβες

ή μέχρι

…………………………………….

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ 1982]

 

ΕΜΙΓΚΡΑΤΣΙΑ –Ι- (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ 1982)

Λοιπόν μπορούμε

μ’ ένα χέρι

μισό χέρι

δίχως χέρι

μόνο με την κραυγή τη σφηνωμένη

την τσακισμένη περηφάνια

το εμβατήριο των βουβών ματιών

το χείμαρρο μιας άλλης ραψωδίας

 

Έτσι Δημήτρη ξετυλίγονται τα μέλλοντα

Μ’ ανοιχτά στήθη σ’ όλα τα ενδεχόμενα

χωρίς μπουκέτα και υποκλίσεις

χωρίς μπροσούρες και εισηγήσεις

χωρίς καφέ και τούρτα στα ρηχά του Ρήνου

 

Όπως σφυρίζει το φίδι

ή όπως σωπαίνει το χιόνι

ή όπως βλαστημάει ο Ντοναρβέτας

ή όπως ξάφνου σου βογγάει το στήθος

καθώς ανοίγει ο ουρανός το βλέφαρό του

κι εσύ θυμάσαι που ’χουν ήλιο στην πατρίδα

 

Τ’ άλλα δεν είναι ατόφια σαν τη φλόγα

σαν τη βροχή

το δάκρυ

το αχ μανούλα μου

τ’ άλλα μυρίζουν θειάφι και χρυσάφι

παράσημα και πρωτοκαθεδρίες

 

και λόγια ωραία γι’ ανάσταση νεκρών

πάνω από το κερί του ετοιμοθάνατου

 

ΕΜΙΓΚΡΑΤΣΙΑ  –ΙΙ-

Ας προχωρήσουμε λοιπόν – ας προχωρήσομε

 

Όχι μετρώντας τις αποστάσεις με υποδεκάμετρα

όχι λογαριάζοντας με δεκαδικούς

όχι με το αίμα στο μικροσκόπιο

όχι με τον ήλιο στις καρτ-ποστάλ

όχι λαλώντας σαν τους πετεινούς

πριν φτερουγίσει το γεράκι

 

ας προχωρήσουμε

 

όχι με συνοδεία μουσικής

όχι μετά φανών και λαμπάδων

όχι εκτινάζοντας ιαχές

όχι θησαυρίζοντας ανθοδέσμες

 

ας προχωρήσουμε καθώς ο πυρετός

στα μηλίγγια του αρρώστου

καθώς η δίψα στο λαρύγγι του οδοιπόρου

καθώς ο θάνατος στο μαξιλάρι του φονιά

καθώς η οργή στα στήθη των μανάδων

 

ας προχωρήσουμε

έρποντας μέσα στις καρδιές τους

λεηλατώντας τον ύπνο τους

φέγγοντας στο κελάρι της μνήμης τους

διαβάζοντας μεγαλόφωνα λησμονημένες περικοπές

 

ας προχωρήσουμε

ανοίγοντας ένα φεγγίτη στην κατάκλειστη κάμαρα

ανάβοντας ένα καντήλι στο αφάλι του μεσονυχτίου

σκάβοντας μια σήραγγα πίστης  μέχρι το εύφλεκτο κοίτασμα

πυρπολώντας τον έγκλειστο ορίζοντα με μιαν έκρηξη ελπίδας

 

ας προχωρήσουμε λοιπόν – ας προχωρήσουμε

 

ρυμουλκώντας την Έξοδο προς τα τείχη

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ 1982]

 

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ:  Εμφανίστηκε αργοπορημένος αλλά ώριμος στα Γράμματα και κατόρθωσε η ποίησή του να γίνει γρήγορα αναγνωρίσιμη για την ιδιαίτερη μουσικότητά της, την υποβλητική της ατμόσφαιρα και τη σκοτεινή γοητεία της, για τις αιφνιδιαστικές διανοίξεις της στον κόσμο του μυστηρίου. Επηρεασμένος στην αφετηρία του από τον συμβολισμό, ο Ορέστης Αλεξάκης (1931-2015) έγραψε σε ελεύθερο στίχο αλλά αναμετρήθηκε επιτυχώς και με τον έμμετρο και ομοιοκατάληκτο (Νυχτοφιλία, Αγαθά παιγνίδια, Μου γνέφουν). Εξέδωσε δέκα ποιητικές συλλογές, μία συγκεντρωτική έκδοση των ετών 1960-2009 και δύο τόμους με επιλογές από το ποιητικό του έργο. Έγραψε ποιήματα υπαρξιακά, που συνομιλούν με τους νεκρούς και το επέκεινα, παραμένοντας προσηλωμένος στο θέμα των απαρηγόρητων νεκρών και της μνήμης που επιστρέφει· υπήρξε μεταφυσικός και ταυτόχρονα αγνωστικιστής. Κι επειδή ακριβώς η ποίησή του είναι μεταιχμιακή, είναι μια ποίηση με αναγνωστικό μέλλον [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου Ο Ποιητής Ορέστης Αλεξάκης ΑΚΟΥΣΙΟΣ ΠΟΝΤΟΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ: συναγωγή ανέκδοτων κειμένων για το έργο του]

με εικόνα του ποιητή από τα ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ